άκαιγος
Смотреть что такое "άκαιγος" в других словарях:
άκαγος — άκαγος, η, ο και άκαιγος, η, ο άκαυτος: Ευτυχώς ο πλάτανος είχε μείνει άκαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκαγος — άκαγος, η, ο και άκαιγος, η, ο άκαυτος: Ευτυχώς ο πλάτανος είχε μείνει άκαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)